- σύγχωρος
- -ον, Α1. αυτός που ανήκει στην ίδια χώρα («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», επιγρ.)2. όμορος, γειτονικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -χωρος (< χώρα), πρβλ. περί-χωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγχωρον — σύγχωρος confinis masc/fem acc sg σύγχωρος confinis neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek